swill$80870$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

swill$80870$ - translation to ελληνικό

DRINKING-RELATED SLANG TERM
Extended alcohol sales; Six o’clock swill; Six oclock swill; Six O'Clock Swill; Six o'clock closing; Six O'Clock swill
  • Opposition in South Australia to changes to hotel hours prior to referendum in 1938
  • [[Max Dupain]]'s photograph of A Barmaid at Work in Wartime Sydney. Petty's Hotel, Sydney, 6 pm, 1941.
  • ''The Bar'' (1954) by John Brack
  • ABC]] news report in 1967, documenting South Australia's changeover away from Six o' clock closing.

swill      
n. άχρηστα φαγητά διά χοίρους, αποπλύματα φαγητά διά χοίρους, πλύσιμο

Ορισμός

Swill
·noun To drink in great draughts; to swallow greedily.
II. Swill ·vi To drink greedily or swinishly; to drink to excess.
III. Swill ·noun To Inebriate; to fill with drink.
IV. Swill ·noun Large draughts of liquor; drink taken in excessive quantities.
V. Swill ·vt To Wash; to Drench.
VI. Swill ·noun The wash, or mixture of liquid substances, given to swine; hogwash;
- called also swillings.

Βικιπαίδεια

Six o'clock swill

The six o'clock swill was an Australian and New Zealand slang term for the last-minute rush to buy drinks at a hotel bar before it closed. During a significant part of the 20th century, most Australian and New Zealand hotels shut their public bars at 6 pm. A culture of heavy drinking developed during the time between finishing work at 5 pm and the mandatory closing time only an hour later.